στεφάνωμα

στεφάνωμα
στεφᾰνωμα (-ωμα) acc., -ώματα acc.)
1 crown

προθύροισιν δ' Αἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν N. 5.54

Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων at the Isthmian games I. 2.15 Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκράτει παιδὶ Πυθαγγέλω στεφάνωμα ?fr. 333a. 7. met.,

τιμὰν οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει, πλούτου στεφάνωμ' ἀγέρωχον P. 1.50

γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου στεφάνωμα Κυράνας P. 9.4

δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ P. 12.5

κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ, παγκρατίου στεφάνωμ' ἐπάξιον I. 4.44

δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν (v. νεόδματος) I. 4.62

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στεφάνωμα — στεφάνωμα, το και στεφάνωση, η 1. περιβολή με στεφάνι. 2. επιβράβευση, ανταμοιβή. 3. στέψη: Το στεφάνωμά τους έγινε από το δεσπότη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στεφάνωμα — that which surrounds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφάνωμα — το, ΝΜΑ [στεφανῶ, ώνω] η τέλεση τού μυστηρίου τού γάμου, η στέψη, ο γάμος νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού στεφανώνω, τοποθέτηση στεφάνου στο κεφάλι κάποιου 2. τοποθέτηση στεφάνου σε ηρώο, σε ανδριάντα ή σε άλλο μνημείο σε ένδειξη τιμής και σεβασμού… …   Dictionary of Greek

  • στεφάνωμ' — στεφάνωμα , στεφάνωμα that which surrounds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανωμάτων — στεφάνωμα that which surrounds neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανώμασι — στεφάνωμα that which surrounds neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανώμασιν — στεφάνωμα that which surrounds neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανώματα — στεφάνωμα that which surrounds neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανώματι — στεφάνωμα that which surrounds neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανώματος — στεφάνωμα that which surrounds neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανώμαθ' — στεφανώματα , στεφάνωμα that which surrounds neut nom/voc/acc pl στεφανώματι , στεφάνωμα that which surrounds neut dat sg στεφανώματε , στεφάνωμα that which surrounds neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”